Σύμφωνα με ένα σχήμα που έχει αρχίσει να κυριαρχεί σε
ορισμένους χώρους της Αριστεράς, η κυβέρνηση Σαμαρά σύντομα θα έρθει αντιμέτωπη
με τις ανυπέρβλητες αντιφάσεις που τη διαπερνούν, θα πάρει αντιλαϊκά μέτρα που
θα προκαλέσουν νέες εκρήξεις της λαϊκής οργής και θα καταρρεύσει. Σε αυτή την
περίπτωση, η εξουσία θα έρθει στα χέρια της Αριστεράς, ως ώριμο φρούτο, και
κατά συνέπεια δεν μένει τίποτε άλλο να γίνει παρά η εκμετάλλευση του χρόνου που
μένει για την καλύτερη προετοιμασία της αριστερής διακυβέρνησης, με την
εξαίρεση της οικοδόμησης των αναγκαίων πράξεων αλληλεγγύης για να αποφευχθεί η
ανθρωπιστική καταστροφή.
Από την άλλη, όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι
αυτή η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να εμπεδώσει τη δική της πολιτική και να
συγκροτήσει τις δικές της συμμαχίες. Θα προσπαθήσει να καθησυχάσει τις δυνάμεις
του πλούτου και της αγοράς μέσα από την πολυπόθητη επιτάχυνση της απορρόφησης
ευρωπαϊκών πόρων. Θα δώσει μάχη για πέσει περισσότερο τραπεζικό χρήμα στην
αγορά. Θα πιέσει για μια μικρή χαλάρωση των ρυθμών ώστε να κρατήσει το εκλογικό
της ακροατήριο.
Πάνω από όλα, αυτή η κυβέρνηση θα επενδύσει στο ίδιο
το κλίμα της αποκαρδίωσης που φέρνει η κρίση και η αναδίπλωση σε έναν ατομικό
αγώνα για επιβίωση, αλλά και στην απογοήτευση από το ότι δεν μπόρεσε να υπάρξει
ανατροπή στις 17 Ιούνη αλλά μνημονιακή κυβέρνηση. Επενδύει στην παθητικοποίηση
και την εξατομίκευση αλλά και – είτε το ομολογεί είτε όχι – στη στροφή μέρους
της αγανάκτησης στον κοινωνικό κανιβαλισμό του φασιστικού κινήματος.
Ταυτόχρονα, οι συστημικές δυνάμεις κερδίζουν και χρόνο και για την αναμόρφωση
μιας νέας κεντροαριστεράς ως εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης.
Με αυτά τα δεδομένα η προοπτική του ώριμου φρούτου
αρχίζει και ξεθωριάζει. Άλλωστε, ούτε οι πολιτικοί σεισμοί των δύο πρόσφατων
εκλογών ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που «ωρίμασε». Αντίθετα, ήταν το
αποτέλεσμα ενός παρατεταμένου, πρωτότυπου, πολύμορφου λαϊκού ξεσηκωμού, μια
παρατεταμένης εξέγερσης μέσα από την οποία πολύ πλατιά τμήματα της κοινωνίας
όχι μόνο διαμαρτυρήθηκαν αλλά και ένιωσαν ότι είχαν τη δύναμη να αλλάξουν τα
πράγματα. Ήταν αυτή η αυτοπεποίθηση του αγώνα και η ριζοσπαστικοποίηση μέσα από
τη συλλογική δράση που τροφοδότησε και τις πολιτικές μετατοπίσεις και όχι η
απλή βίωση των επιπτώσεων της κρίσης. Αντίθετα, όπου λαϊκά και μικροαστικά
στρώματα απλώς βίωσαν την κρίση χωρίς συμμετοχή σε συλλογικές πρακτικές, το
αποτέλεσμα ήταν συχνά φοβική, συντηρητική ή ακόμη και ακροδεξιά αναδίπλωση.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο δεν υπάρχει περίπτωση
πολιτικής ανατροπής χωρίς να έχει προηγηθεί κλιμάκωση των κοινωνικών
συγκρούσεων, νέος γύρος μεγάλων αγωνιστικών αντιπαραθέσεων, οργάνωση της
παράλληλης κοινωνίας του αγώνα και της αλληλεγγύης, διαμόρφωση νέων και πιο αποφασιστικών
στη σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική δομών λαϊκής αυτοοργάνωσης.
Τις ανατροπές δεν τις κάνουν «κοινωνικές τάσεις» αλλά
συλλογικά υποκείμενα συγκροτημένα μέσα στην ίδια την πρακτική του δικού τους
αγώνα για την επιβίωση και τη χειραφέτηση.