Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Μία χώρα, δύο έθνη…

του Παναγιώτη Σωτήρη

Ο Βενιαμίν Ντισραέλι περιέγραψε την ταξική διαίρεση της Βρετανικής κοινωνίας στο 19ο αιώνα λέγοντας ότι υπάρχουν δύο έθνη, οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Αυτή η μεταφορά αποδίδει άψογα την κοινωνική και πολιτική πόλωση στις εκλογές της 17ης  Ιουνίου.

Προς τα αριστερά ψήφισαν κυρίως οι άνθρωποι που βρίσκονται σε παραγωγικές ηλικίες (18-55) και εργάζονται ή αντιμετωπίζουν την ανεργία, όσες/οι κατοικούν σε αστικά κέντρα κυρίως, όσοι ανήκουν στα λαϊκά στρώματα και κυρίως στις παραλλαγές της μισθωτής εργασίας, όσοι βρίσκονται σε περιοχές με μεγαλύτερο δυναμισμό (αλλά και κοινωνικές αντιθέσεις). Αντίθετα, προς τα δεξιά ψήφισαν οι μεγάλες ηλικίες (πάνω από 55), οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών, τα περισσότερο αστικά, μεσοαστικά και εύπορα στρώματα, οι κάτοικοι των περιοχών που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο συντηρητισμό.



 Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα αποτυπώνουν και πόλωση ως προς το πώς βιώνονται οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου το κόστος ζωής είναι υψηλότερο και όπου οι μηχανισμοί άτυπης αλληλεγγύης λειτουργούν λιγότερο, η ανασφάλεια και η υποβάθμιση των υλικών όρων ζωής των ανθρώπων σε ενεργές ηλικίες μεταφράζεται πιο εύκολα σε οργή, σε έλλογη αγανάκτηση και σε διάθεση αλλαγής. Αντίθετα, σε περισσότερο αγροτικές περιοχές, αλλά και στις μη παραγωγικές ηλικίες (συνταξιούχοι), η ίδια ανασφάλεια μεταφράζεται σε περισσότερο φοβικά αντανακλαστικά, σε εσωτερίκευση όλων των μορφών οικονομικής ιδεολογικής τρομοκρατίας (ευρώ, καταθέσεις) και σε αναδίπλωση σε περισσότερο συντηρητικές επιλογές. Σε αυτό προστίθενται: Αφενός, το ταξικό ένστικτο των αστικών κομμάτων που σε αυτές τις εκλογές έδειξαν ότι εγκαταλείπουν τη διασπορά στις διάφορες παραλλαγές του βαλκανικού νεοφιλελευθερισμού και ανακάμπτουν στο κόμμα που κατεξοχήν εγγυήθηκε το βαλάντιό τους. Αφετέρου η σταθερότητα εκείνου του κόμματος που αποδεικνύει ότι η περιβόητη ρήση «μαζί τα φάγαμε» αποτελούσε ομολογία μιας ορισμένης πολιτικής εκπροσώπησης.

Εξαίρεση σε αυτή τη διαιρετική γραμμή η ψήφος υπέρ των νοσταλγών του Χίτλερ, που αποδεικνύει την ιδιότυπη πόλωση τμήματος της λαϊκής ανασφάλειας και του φόβου σε πρακτικές κοινωνικού κανιβαλισμού, στο έδαφος μιας σωρευμένης πολιτιστικής καθυστέρησης που νομιμοποιεί όλες τις παραλλαγές μιας βαθιά αντιδραστικής και καταφανώς λούμπεν «μαγκιάς», αποτελώντας εκδοχή καθεστωτικής ηγεμόνευσης τμήματος των λαϊκών δυνάμεων. 

Σε πείσμα του κυρίαρχου λόγου που βλέπει πάντα στη διαίρεση κάτι το κακό, στην πραγματικότητα αποτελεί ό,τι πιο αισιόδοξο μπορούμε να ελπίζουμε. Με όρους κοινωνικών δυναμικών – και όχι απλώς εκλογικής καταγραφής – στην ελληνική κοινωνία διαμορφώνεται ένας ευρύτερος συνασπισμός των δυνάμεων της εργασίας, των ανθρώπων που τους αφορά το μέλλον του τόπου, των ανθρώπων που ζουν εκεί όπου κατεξοχήν κρίνεται αυτό το μέλλον, σε κατεύθυνση ρήξης με το κεκτημένο και της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας και του καθεστωτικού συντηρητισμού. Οριακά θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ένα αναδυόμενο «ιστορικό μπλοκ» στην ελληνική κοινωνία, τη δυνατότητα συνάντησης ανάμεσα στη συμμαχία των υποτελών τάξεων και τη στρατηγική του κοινωνικού μετασχηματισμού, σε σύγκρουση με τις δυνάμεις της αγοράς και της καθυστέρησης. 

Στο σταυροδρόμι που βρίσκεται η ελληνική κοινωνία, ο συσχετισμός σε αυτή τη σύγκρουση θα σφραγίσει το μέλλον του τόπου για πολλά χρόνια. Μόνο που αυτός ο συσχετισμός δεν εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες, αλλά από τη δική μας στράτευση και δέσμευση.