Γράφει ο askordoulakos. Αναδημοσίευση από το "Βαθύ Κόκκινο"
«Το χαστούκι του Κασιδιάρη δεν σημαίνει, ότι κάποιος χαστούκισε έναν συνάνθρωπό μας. Συμβολίζει, χτυπάω κάτι κατεστημένο». Γιάννης Μπέζος.
Το ένα άκρο, ο Φύρερ της Πεύκης. Ο τύπος, που ενσάρκωσε όλη την -επί 20ετία- συσσωρευμένη βρωμιά, πουστιά, βλακεία, αμορφωσιά και χοντροπετσιά της νεοελληνικής κοινωνίας και τους έδωσε πολιτική έκφραση. Αυτός, ο οποίος, όταν αντίκρισε τον Ανακριτή και κατ’ επέκταση την προοπτική να παίρνει το πρωινό του τσάι παρέα με τον Αραβαντινό, άρχισε ν’ αποκηρύσσει και ιδεολογίες και άρθρα και ανθρώπους και γενικώς, να κάνει κωλοτούμπες λέγοντας κοινές ανοησίες, όπως «...τότε, πριν από 35 χρόνια, υπήρξε αυτή η αρθρογραφία της οποίας το περιεχόμενο δεν αποδέχομαι σήμερα. Η Χρυσή Αυγή σε ιδεολογικό επίπεδο δεν έχει καμία σχέση με τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό του μεσοπολέμου, εκφράζεται μόνο από το εθνικιστικό κίνημα. Γι αυτό ουδέποτε υιοθέτησε εθνικοσοσιαλιστικά σύμβολα, το σύμβολο μας είναι ο αρχαιοελληνικός μαίανδρος. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι στρατός, καταδικάζω τέτοιες συμπεριφορές και την αμφίεση (σ.σ. υπάρχει πλήθος φωτογραφιών, οι οποίες δείχνουν το μισάνθρωπο ουρακοτάγκο να φοράει T-shirt με στάμπα τη νεκροκεφαλή των Waffen SS), αλλά και τον συγκεκριμένο βηματισμό δεν τον υιοθετώ, όπως έχω πει και σε τηλεοπτική μου εμφάνιση. Γενικώς έχω καταγγείλει μέσα και έξω από τη βουλή κάθε πράξη βίας...Καταδικάζω όλα τα επεισόδια καταστρατήγησης του νόμου».
Πριν περίπου 60 χρόνια, ο συγκρατούμενος του Μπελογιάννη, Δημήτρης Μπάτσης, γόνος πλούσιας και γνωστής αθηναικής οικογένειας με πατέρα Ναύαρχο, κλήθηκε από τον Εισαγγελέα της έδρας στο γραφείο του τελευταίου, ο οποίος του ζήτησε να καταθέσει ότι ο Μπελογιάννης ήταν κατάσκοπος της ΕΣΣΔ, με αντάλλαγμα τη μη εκτέλεσή του. Ο Μπάτσης σχεδόν τον έφτυσε και ζήτησε να επιστρέψει στο κελί του. Αυτό είναι το «άλλο άκρο».
Το ένα άκρο, ο ψυχοπαθής Κασιδιάρης. Μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα έβγαινε με τρεμάμενη φωνή στα κανάλια και διέψευδε πανικόβλητος, ότι η παράταξη είχε κάποια σχέση με την επίθεση στην Αμφιάλη, υποστήριζε ότι όσοι συμμετείχαν στην επίθεση «δεν έχουν καμία σχέση με τη Χρυσή Αυγή» και τόνισε ότι «θα απαντήσουμε με μηνύσεις σε όσους μας εμπλέκουν». Μολονότι ήξερε πολύ καλά τι είχε γίνει, έσκουζε σαν 15χρονη μαθήτρια, που την έπιασαν να χαμουρεύεται στο πάρκο, δηλώνοντας ότι «δεν μπορείτε να μας εμπλέκετε σε ένα έγκλημα επειδή ειπώθηκαν κάτι πράγματα στον Μελιγαλά». Εν ριπή οφθαλμού, η ατρόμητη εθνικοσοσιαλιστική στρατιά μετουσιώθηκε σε... «μαγκιά κλανιά και κώλος φινιστρίνι».
Πριν από 66 χρόνια, στα μέσα του Απρίλη του 1947, δικαζόταν από το Δικαστήριο των δοσιλόγων Ηρακλείου στην Κρήτη, ο γκεσταμπίτης-συνεργάτης των Ναζί, Μαγιάσης. Στις 30 του μήνα ο ανωγειανός Γιώργης Βρέντζος και κατά κόσμον «Τηγανίτης» (στην Κρήτη και ιδίως στο Μυλοπόταμο, συνηθίζουν πολύ τα παρανόμια, δηλαδή τα παρατσούκλια) μπαίνει στο ακροατήριο και ορμά προς το εδώλιο, καταφέρνοντας δυο μαχαιριές στην κοιλιακή χώρα του σiχαμένου προδότη!
Αιτία; Ο Μαγιάσης είχε καρφώσει τον αδελφό του Τηγανίτη, Βρεντζομιχάλη, στους Ναζί, διότι είχε δώσει ψωμί και νερό στους ΕΛΑΣίτες (προφανώς επρόκειτο για τα τμήματα των καπετάνιων Σμπώκου και Ποδιά). Ο Βρεντζομιχάλης πλήρωσε την πράξη του αυτή με την εκτέλεσή του στο οροπέδιο της Νίδας, στον Ψηλορείτη, από τους Σουμπερίτες. Κατά τη συνεδρίαση, περί τις 11.30΄ περίπου και ενώ εξεταζόταν ο Τηγανίτης, ως μάρτυρας κατηγορίας και αδελφός του εκτελεσθέντος, γύρισε και κτύπησε δυο φορές με μαχαίρι τον κατηγορούμενο δοσίλογο στην κοιλιακή χώρα. Σαν ήρθε ο Εισαγγελέας, ο Τηγανίτης τον πλησίασε με θάρρος. κατέθεσε στην έδρα του δικαστηρίου το μαχαίρι, παραδόθηκε στη φρουρά και δήλωσε πως δεν θέλει να κάνει κακό σε κανέναν άλλο. «Του είπα να με δικάσει, να με συλλάβει, να κάνει ό,τι λέει ο νόμος. Εγώ ήμουν ήρεμος πια, είχα ξαλαφρώσει, είχα κάνει αυτό που έπρεπε. Γυρίζω πίσω και θωρώ ανθρώπους να κλαίνε από χαρά και συγκίνηση, άλλοι με χειροκροτούσαν, άλλοι φώναζαν μπράβο. Με έκλεισαν στη φυλακή και με πήγαν στα Χανιά για να δικαστώ» θα πει ο Τηγανίτης στη μοναδική συνέντευξη, που είχε παραχωρήσει στο δημοσ/φο Νίκο Ψυλλάκη το φθινόπωρο του 1982 (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Κρητικές Εικόνες”). Αυτό είναι το «άλλο άκρο.
Για να τελειώνουμε λοιπόν, με τη συμπλεγματική πλέμπα της «ομάδας αληθείας» και τις γελοίες θεωρίες περί «δύο άκρων». Παρόλο, που η πολιτική τους παιδεία προσεγγίζεται μόνο με όρους μεσημεριανάδικου στο STAR, έχουν δίκιο. Πράγματι, υπάρχουν δύο άκρα, τα οποία προσδιορίζονται, όχι με αυστηρώς πολιτικά/ιδεολογικά κριτήρια, αλλά με ξεκάθαρα πολιτισμικά: Στο ένα άκρο, οι Μαυρομιχαλαίοι κι οι Κωλέτηδες, οι Νενέκοι, οι δικαστές-αχυράνθρωποι που φυλάκισαν τον Κολοκοτρώνη και το Νικηταρά, οι τσιφλικάδες με τους επιστάτες τους, οι φασίστες της οργάνωσης ΕΕΕ του μεσοπολέμου, που έκαναν προγκρόμ στις προσφυγικές συνοικίες των «τουρκόσπορων», οι ταγματασφαλίτες, οι Ράλληδες κι οι μαυραγορίτες, οι δωσίλογοι, οι χουντικοί, τα νέα τζάκια της μεταπολίτευσης, οι νταβατζήδες του εκσυγχρονισμού, οι Μπάμπηδες κι οι Πρετεντέρηδες, οι Καρατζαφέρηδες κι οι «Καιάδες», οι Σάκηδες, οι Ελένες κι οι Φουρθιώτηδες. Όσοι πιστεύουν ότι η απάντηση στον υπόκοσμο με τις γραβάτες, είναι ο υπόκοσμος με τις αρβύλες, που δολοφονεί φτωχούς κι ανυπεράσπιστους.
Στο άλλο άκρο, η αγωνιώδης ιστορική πορεία ενός λαού να προκόψει, κόντρα στα ξενόδουλα αφεντικά και τα μαντρόσκυλά τους. Η κλεφτουριά του ’21. Ο Νικηταράς, που πέθανε τυφλός, ξεχασμένος και ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά. Ο Βέγγος, που στάλθηκε στη Μακρόνησο. Ο Μαρίνος Αντύπας κι ο Ρόκος Χοιδάς. Ο Τερτσέτης κι ο Πολυζωίδης, Η φτωχολογιά, που τη θέριζε η φυματίωση του μεσοπολέμου (χαρακτηριστικό χρονογράφημα της εποχής «Η αστροφεγγιά» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου). Οι ρεμπέτες. Η λεβεντιά κι η αξιοπρέπεια των Ελλήνων αγωνιστών έναντι των γερμανικών πολυβόλων. Ο Ρίτσος, ο Καζαντζίδης κι ο Ξυλούρης. Η τιμή κι η αξιοπρέπεια του να υπερασπίζεσαι την ιδεολογία σου, κόντρα στον τεράστιο κρατικό/παρακρατικό μηχανισμό που’χει πέσει πάνω σου να σε λιώσει. Ο Παύλος Φύσσας κι ο κάθε άνθρωπος, που –ανεξάρτητα από πολιτικές, ιδεολογικές, φιλοσοφικές, ή θρησκευτικές αντιλήψεις- βάζει πάνω απ’ όλα την αξιοπρέπεια του ίδιου και των συνανθρώπων του και θεωρεί ως πρώτιστο καθήκον του να μη ζήσει σαν δούλος κανενός.
Προφανώς και ανήκουμε στο δεύτερο άκρο. Ευτυχώς!
Και μην ξεχνάμε: Να κρατήσουμε ψηλά, το πνεύμα του Μετώπου!