Συναγωνίστριες και συναγωνιστές,
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει απευθύνει προτάσεις προς την ΛΑΕ, το ΚΚΕ καθώς και σε μια σειρά άλλες πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς, πρόταση για την κοινή δράση και την οικοδόμηση ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της επίθεσης κυβέρνησης – ΕΕ – κεφαλαίου.
Σε συνέχεια αυτών και σε απάντηση της πρότασής σας, πιστεύουμε ότι το πιο σημαντικό και άμεσο ζήτημα σήμερα είναι η συμβολή κάθε μαχόμενης αριστερής δύναμης στην κοινή δράση πάνω στα εξής ζητήματα:
α) την πάλη ενάντια στο μόνιμο αλυσόδεμα στο ευρωμνημονιακό καθεστώς της εκμετάλλευσης και της επιτροπείας με αιχμή τα ζητήματα, της τρίτης και τέταρτης αξιολόγησης, και πιο συγκεκριμένα των ιδιωτικοποιήσεων, των ΣΣΕ, των προσλήψεων, και των πλειστηριασμών και με βασικό ζητούμενο την συμβολή στην «από τα κάτω» οργάνωση των εργαζόμενων, τον μόνιμο συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων, επιτροπών αγώνα, αγωνιστικών ομοσπονδιών, υπερβαίνοντας την υποταγή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
β) Την πάλη ενάντια στον εθνικισμό, τον ιμπεριαλισμό, την πολεμική προετοιμασία και τους αντιδραστικούς ανταγωνισμούς των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο, που πυροδοτήθηκε με τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το μακεδονικό, στη βάση της κοινής δήλωσης των οργανώσεων της αριστεράς ενάντια στα εθνικιστικά συλλαλητήρια.
γ) Την αντιρατσιστική και αντιφασιστική δράση, πάνω στην βάση του πλαισίου με το οποίο οργανώνονται οι ενωτικές αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές πρωτοβουλίες την ημέρα δράσης στις 17 Μάρτη.
δ) Τη συμβολή στον αγώνα για την έξοδο της χώρας μας από την ΕΕ από εργατολαϊκές διεθνιστικές θέσεις.
Στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μία εφ’ όλης της ύλης πολιτική ή/και εκλογική συνεργασία γιατί η πρότασή σας, για ένα «ένα ευρύ μέτωπο κοινωνικού και πολιτικού αγώνα με κορμό τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής Αριστεράς», κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση από την πολιτική πρόταση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και μετώπου για την οποία παλεύει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Όμως, η συμβολή των δυνάμεών μας στην κοινή δράση και τον διάλογο μέσα στους εργαζόμενους και τη νεολαία για την ανάπτυξη ενός μαχητικού κινήματος ανατροπής αποτελεί το κρίσιμο ζήτημα σήμερα.